περισπωμένων

περισπωμένων
περισπάω
draw off from around
pres part mp fem gen pl
περισπάω
draw off from around
pres part mp masc/neut gen pl
περισπάω
draw off from around
pres part mp fem gen pl
περισπάω
draw off from around
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμπώθω — (Μ ἀμπώθω) και αμπώνω καί αμπώχνω 1. απωθώ, σπρώχνω 2. παρακινώ, παρορμώ 3. παρασύρω 4. αποκρούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ἀμπώθω < αρχ. ἀπωθῶ με ανάπτυξη τού έρρ. μ και με αναβιβασμό τού τόνου κατά τα βαρύτονα, γιατί ο αόριστος του (ἄπωσα <… …   Dictionary of Greek

  • βοσκώ — ( άω) (για ζώο) βόσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ησα των περισπώμενων (συνηρημένων) ρημάτων (πρβλ. σβέννυμι έσβησα σβω)] …   Dictionary of Greek

  • κοινογραφώ — κοινογραφῶ, έω (Μ) 1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός 2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο 3. παθ. κοινογραφοῡμαι, έομαι (για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • κυματούσα — η (για τη θάλασσα) πολυκύμαντη, ταραγμένη, φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. οῦσα, αρχικά τής θηλ. μτχ. ενεστ. τών περισπώμενων ρ. (πρβλ. γλυκο φιλ ούσα), η οποία εξελίχθηκε σε παραγωγική (πρβλ. χρυσο μαλλ ούσα)] …   Dictionary of Greek

  • τριλογώ — έω, Μ χρησιμοποιώ τρεις τύπους λέξεων («οὐ πολλὰ δὲ τῶν περισπωμένων ῥημάτων οὕτω τριλογοῡνται», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”