αμπώθω — (Μ ἀμπώθω) και αμπώνω καί αμπώχνω 1. απωθώ, σπρώχνω 2. παρακινώ, παρορμώ 3. παρασύρω 4. αποκρούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ἀμπώθω < αρχ. ἀπωθῶ με ανάπτυξη τού έρρ. μ και με αναβιβασμό τού τόνου κατά τα βαρύτονα, γιατί ο αόριστος του (ἄπωσα <… … Dictionary of Greek
βοσκώ — ( άω) (για ζώο) βόσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ησα των περισπώμενων (συνηρημένων) ρημάτων (πρβλ. σβέννυμι έσβησα σβω)] … Dictionary of Greek
κοινογραφώ — κοινογραφῶ, έω (Μ) 1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός 2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο 3. παθ. κοινογραφοῡμαι, έομαι (για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν… … Dictionary of Greek
κυματούσα — η (για τη θάλασσα) πολυκύμαντη, ταραγμένη, φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. οῦσα, αρχικά τής θηλ. μτχ. ενεστ. τών περισπώμενων ρ. (πρβλ. γλυκο φιλ ούσα), η οποία εξελίχθηκε σε παραγωγική (πρβλ. χρυσο μαλλ ούσα)] … Dictionary of Greek
τριλογώ — έω, Μ χρησιμοποιώ τρεις τύπους λέξεων («οὐ πολλὰ δὲ τῶν περισπωμένων ῥημάτων οὕτω τριλογοῡνται», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λογῶ*] … Dictionary of Greek